Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
πολυθάλμιος
View word page
πολυημερεύω
attain length of days

ShortDef

attain length of days

Debugging

Headword:
πολυημερεύω
Headword (normalized):
πολυημερεύω
Headword (normalized/stripped):
πολυημερευω
IDX:
71454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71455
Key:

Data

{'content': 'attain length of days'}