Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
πολυηχία
πολύηχος
View word page
πολυήλιος
much-sunned, very sunny

ShortDef

much-sunned, very sunny

Debugging

Headword:
πολυήλιος
Headword (normalized):
πολυήλιος
Headword (normalized/stripped):
πολυηλιος
IDX:
71453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71454
Key:

Data

{'content': 'much-sunned, very sunny'}