Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
πολυήχητος
View word page
πολυήκοος
having heard much, much-learned
ShortDef
having heard much, much-learned
Debugging
Headword:
πολυήκοος
Headword (normalized):
πολυήκοος
Headword (normalized/stripped):
πολυηκοος
IDX:
71451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71452
Key:
Data
{'content': 'having heard much, much-learned'}