Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
πολυηχής
View word page
πολυηκοΐα
much learning
ShortDef
much learning
Debugging
Headword:
πολυηκοΐα
Headword (normalized):
πολυηκοΐα
Headword (normalized/stripped):
πολυηκοια
IDX:
71450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71451
Key:
Data
{'content': 'much learning'}