Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
πολύηρος
πολυήσυχος
View word page
πολυήθης
taking many characters, versatile

ShortDef

taking many characters, versatile

Debugging

Headword:
πολυήθης
Headword (normalized):
πολυήθης
Headword (normalized/stripped):
πολυηθης
IDX:
71449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71450
Key:

Data

{'content': 'taking many characters, versatile'}