Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
πολυήρης
View word page
πολυηγόρος
much-speaking
ShortDef
much-speaking
Debugging
Headword:
πολυηγόρος
Headword (normalized):
πολυηγόρος
Headword (normalized/stripped):
πολυηγορος
IDX:
71447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71448
Key:
Data
{'content': 'much-speaking'}