Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
πολυήμερος
πολυήρατος
View word page
πολυηγερής
numerously assembled (read by Aristarchus at Il. 11.564)
ShortDef
numerously assembled (read by Aristarchus at Il. 11.564)
Debugging
Headword:
πολυηγερής
Headword (normalized):
πολυηγερής
Headword (normalized/stripped):
πολυηγερης
IDX:
71446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71447
Key:
Data
{'content': 'numerously assembled (read by Aristarchus at Il. 11.564)'}