Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
πολυηλάκατος
πολυήλιος
πολυημερεύω
View word page
πολύζωος
long-lived

ShortDef

long-lived

Debugging

Headword:
πολύζωος
Headword (normalized):
πολύζωος
Headword (normalized/stripped):
πολυζωος
IDX:
71444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71445
Key:

Data

{'content': 'long-lived'}