Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
πολυήκοος
View word page
πολυζωέω
to be full of life

ShortDef

to be full of life

Debugging

Headword:
πολυζωέω
Headword (normalized):
πολυζωέω
Headword (normalized/stripped):
πολυζωεω
IDX:
71441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71442
Key:

Data

{'content': 'to be full of life'}