Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
πολυηγόρος
πολυηδής
πολυήθης
πολυηκοΐα
View word page
πολύζυγος
many-benched

ShortDef

many-benched

Debugging

Headword:
πολύζυγος
Headword (normalized):
πολύζυγος
Headword (normalized/stripped):
πολυζυγος
IDX:
71440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71441
Key:

Data

{'content': 'many-benched'}