Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
πολύζωνος
πολύζῳος
πολύζωος
πολύζωστος
πολυηγερής
View word page
πολυέψητος
much

ShortDef

much

Debugging

Headword:
πολυέψητος
Headword (normalized):
πολυέψητος
Headword (normalized/stripped):
πολυεψητος
IDX:
71436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71437
Key:

Data

{'content': 'much'}