Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
πολυζωέω
View word page
πολυετέω
grant long life

ShortDef

grant long life

Debugging

Headword:
πολυετέω
Headword (normalized):
πολυετέω
Headword (normalized/stripped):
πολυετεω
IDX:
71431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71432
Key:

Data

{'content': 'grant long life'}