Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
πολύζηλος
πολυζήλωτος
πολυζήμιος
πολύζυγος
View word page
πολυέταιρος
with many fellows

ShortDef

with many fellows

Debugging

Headword:
πολυέταιρος
Headword (normalized):
πολυέταιρος
Headword (normalized/stripped):
πολυεταιρος
IDX:
71430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71431
Key:

Data

{'content': 'with many fellows'}