Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
πολυέψητος
View word page
πολύεργος
much-working
ShortDef
much-working
Debugging
Headword:
πολύεργος
Headword (normalized):
πολύεργος
Headword (normalized/stripped):
πολυεργος
IDX:
71426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71427
Key:
Data
{'content': 'much-working'}