Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
Πολύευκτος
View word page
πολυέραστος
much-loved

ShortDef

much-loved

Debugging

Headword:
πολυέραστος
Headword (normalized):
πολυέραστος
Headword (normalized/stripped):
πολυεραστος
IDX:
71425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71426
Key:

Data

{'content': 'much-loved'}