Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
πολυετία
πολύευκτος
View word page
πολυεπής
much-speaking

ShortDef

much-speaking

Debugging

Headword:
πολυεπής
Headword (normalized):
πολυεπής
Headword (normalized/stripped):
πολυεπης
IDX:
71424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71425
Key:

Data

{'content': 'much-speaking'}