Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
πολυετής
View word page
πολυέξοδος
with many outgoings, lavish

ShortDef

with many outgoings, lavish

Debugging

Headword:
πολυέξοδος
Headword (normalized):
πολυέξοδος
Headword (normalized/stripped):
πολυεξοδος
IDX:
71422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71423
Key:

Data

{'content': 'with many outgoings, lavish'}