Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
πολυετέω
View word page
πολυελκής
with many sores

ShortDef

with many sores

Debugging

Headword:
πολυελκής
Headword (normalized):
πολυελκής
Headword (normalized/stripped):
πολυελκης
IDX:
71421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71422
Key:

Data

{'content': 'with many sores'}