Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
πολύεσθλος
πολυέταιρος
View word page
πολυέλικτος
much convoluted

ShortDef

much convoluted

Debugging

Headword:
πολυέλικτος
Headword (normalized):
πολυέλικτος
Headword (normalized/stripped):
πολυελικτος
IDX:
71420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71421
Key:

Data

{'content': 'much convoluted'}