Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
πολυερώμενος
πολυέρως
View word page
πολυέλαιος
yielding much oil

ShortDef

yielding much oil

Debugging

Headword:
πολυέλαιος
Headword (normalized):
πολυέλαιος
Headword (normalized/stripped):
πολυελαιος
IDX:
71418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71419
Key:

Data

{'content': 'yielding much oil'}