Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
πολύεργος
View word page
πολυείλητος
much convoluted

ShortDef

much convoluted

Debugging

Headword:
πολυείλητος
Headword (normalized):
πολυείλητος
Headword (normalized/stripped):
πολυειλητος
IDX:
71416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71417
Key:

Data

{'content': 'much convoluted'}