Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
πολυεπής
πολυέραστος
View word page
πολυειδία
diversity of kind

ShortDef

diversity of kind

Debugging

Headword:
πολυειδία
Headword (normalized):
πολυειδία
Headword (normalized/stripped):
πολυειδια
IDX:
71415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71416
Key:

Data

{'content': 'diversity of kind'}