Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
πολυέλαιος
πολυέλεος
πολυέλικτος
πολυελκής
πολυέξοδος
πολυεπαίνετος
View word page
πολυειδήμων
knowing much

ShortDef

knowing much

Debugging

Headword:
πολυειδήμων
Headword (normalized):
πολυειδήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυειδημων
IDX:
71413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71414
Key:

Data

{'content': 'knowing much'}