Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
ἀνεμέω
ἀνέμητος
ἀνεμία
ἀνεμιαῖος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδαρτος
ἀνεμόδρομος
ἀνεμοεπάκτης
ἀνεμοζάλη
ἀνεμοκοῖται
ἀνεμομαχία
ἀνεμόομαι
ἀνεμοποιός
ἀνεμόπους
ἄνεμος
View word page
ἀνεμίζομαι
to be driven with the wind
ShortDef
to be driven with the wind
Debugging
Headword:
ἀνεμίζομαι
Headword (normalized):
ἀνεμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεμιζομαι
IDX:
7140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7141
Key:
Data
{'content': 'to be driven with the wind'}