Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύδοξος
πολυδουλεία
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
πολυείλητος
πολυείμων
View word page
πολυδωρία
open-handedness

ShortDef

open-handedness

Debugging

Headword:
πολυδωρία
Headword (normalized):
πολυδωρία
Headword (normalized/stripped):
πολυδωρια
IDX:
71407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71408
Key:

Data

{'content': 'open-handedness'}