Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
πολυειδία
View word page
πολυδύναμος
with many powers

ShortDef

with many powers

Debugging

Headword:
πολυδύναμος
Headword (normalized):
πολυδύναμος
Headword (normalized/stripped):
πολυδυναμος
IDX:
71405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71406
Key:

Data

{'content': 'with many powers'}