Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
πολυεθνής
πολυειδήμων
πολυειδής
View word page
πολύδρυμος
with many woods
ShortDef
with many woods
Debugging
Headword:
πολύδρυμος
Headword (normalized):
πολύδρυμος
Headword (normalized/stripped):
πολυδρυμος
IDX:
71404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71405
Key:
Data
{'content': 'with many woods'}