Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυδιοίκητος
πολυδίψιος
πολύδιψος
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
πολύεδνος
πολύεδρος
View word page
πολυδρομή
long race
ShortDef
long race
Debugging
Headword:
πολυδρομή
Headword (normalized):
πολυδρομή
Headword (normalized/stripped):
πολυδρομη
IDX:
71401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71402
Key:
Data
{'content': 'long race'}