Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυδινής
πολυδίνητος
πολυδιοίκητος
πολυδίψιος
πολύδιψος
πολύδονος
πολυδόξαστος
πολυδοξία
πολύδοξος
πολυδουλεία
πολύδουλος
πολυδράστεια
πολυδρομή
πολύδρομος
πολύδροσος
πολύδρυμος
πολυδύναμος
Πολυδώρη
πολυδωρία
Πολύδωρος
πολύδωρος
View word page
πολύδουλος
having many slaves

ShortDef

having many slaves

Debugging

Headword:
πολύδουλος
Headword (normalized):
πολύδουλος
Headword (normalized/stripped):
πολυδουλος
IDX:
71399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71400
Key:

Data

{'content': 'having many slaves'}