Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
View word page
ἀγρευτήρ
hunter

ShortDef

hunter

Debugging

Headword:
ἀγρευτήρ
Headword (normalized):
ἀγρευτήρ
Headword (normalized/stripped):
αγρευτηρ
IDX:
713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-714
Key:

Data

{'content': 'hunter'}