Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυδάκτυλος
Πολύδαμνα
πολύδαμνος
πολυδάπανος
πολύδαφνος
πολυδέγμων
πολυδεής
πολυδειράς
πολυδειράς2
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδερμος
πολύδεσμος
Πολυδεύκης
πολύδημος
πολύδηρις
πολυδήριτος
πολυδιαίρετος
πολυδιάκριτος
πολυδιάφθορος
View word page
πολύδενδρος
with many trees, abounding in trees

ShortDef

with many trees, abounding in trees

Debugging

Headword:
πολύδενδρος
Headword (normalized):
πολύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
πολυδενδρος
IDX:
71375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71376
Key:

Data

{'content': 'with many trees, abounding in trees'}