Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
ἀνεμέω
ἀνέμητος
ἀνεμία
ἀνεμιαῖος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδαρτος
ἀνεμόδρομος
ἀνεμοεπάκτης
ἀνεμοζάλη
ἀνεμοκοῖται
ἀνεμομαχία
View word page
ἀνεμέω
vomit up
ShortDef
vomit up
Debugging
Headword:
ἀνεμέω
Headword (normalized):
ἀνεμέω
Headword (normalized/stripped):
ανεμεω
IDX:
7136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7137
Key:
Data
{'content': 'vomit up'}