Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυγωνοειδής
πολύγωνον
πολύγωνος
πολυδάηρ
πολυδαίδαλος
πολυδαισία
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάκτυλος
Πολύδαμνα
πολύδαμνος
πολυδάπανος
πολύδαφνος
πολυδέγμων
πολυδεής
πολυδειράς
πολυδειράς2
πολυδέκτης
πολύδενδρος
πολυδερκής
πολύδερμος
View word page
πολύδαμνος
taming much

ShortDef

taming much

Debugging

Headword:
πολύδαμνος
Headword (normalized):
πολύδαμνος
Headword (normalized/stripped):
πολυδαμνος
IDX:
71367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71368
Key:

Data

{'content': 'taming much'}