Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύγραος
πολυγραφέω
πολυγραφία
πολυγράφος
πολυγύμναστος
πολυγύναιος
πολυγωνοειδής
πολύγωνον
πολύγωνος
πολυδάηρ
πολυδαίδαλος
πολυδαισία
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάκτυλος
Πολύδαμνα
πολύδαμνος
πολυδάπανος
πολύδαφνος
πολυδέγμων
πολυδεής
View word page
πολυδαίδαλος
much wrought, richly dight

ShortDef

much wrought, richly dight

Debugging

Headword:
πολυδαίδαλος
Headword (normalized):
πολυδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυδαιδαλος
IDX:
71361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71362
Key:

Data

{'content': 'much wrought, richly dight'}