Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
ἀνεμέω
ἀνέμητος
ἀνεμία
ἀνεμιαῖος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδαρτος
ἀνεμόδρομος
ἀνεμοεπάκτης
ἀνεμοζάλη
ἀνεμοκοῖται
View word page
ἀνέμετος
without vomiting
ShortDef
without vomiting
Debugging
Headword:
ἀνέμετος
Headword (normalized):
ἀνέμετος
Headword (normalized/stripped):
ανεμετος
IDX:
7135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7136
Key:
Data
{'content': 'without vomiting'}