Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυγονία
πολύγονον
πολύγονος
πολύγουνος
πολυγράμματος
πολύγραμμος
πολύγραος
πολυγραφέω
πολυγραφία
πολυγράφος
πολυγύμναστος
πολυγύναιος
πολυγωνοειδής
πολύγωνον
πολύγωνος
πολυδάηρ
πολυδαίδαλος
πολυδαισία
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδάκτυλος
View word page
πολυγύμναστος
of much experience

ShortDef

of much experience

Debugging

Headword:
πολυγύμναστος
Headword (normalized):
πολυγύμναστος
Headword (normalized/stripped):
πολυγυμναστος
IDX:
71355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71356
Key:

Data

{'content': 'of much experience'}