Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονον
πολύγονος
πολύγουνος
πολυγράμματος
πολύγραμμος
πολύγραος
πολυγραφέω
πολυγραφία
πολυγράφος
πολυγύμναστος
πολυγύναιος
πολυγωνοειδής
πολύγωνον
πολύγωνος
πολυδάηρ
πολυδαίδαλος
View word page
πολύγραος
cating much

ShortDef

cating much

Debugging

Headword:
πολύγραος
Headword (normalized):
πολύγραος
Headword (normalized/stripped):
πολυγραος
IDX:
71351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71352
Key:

Data

{'content': 'cating much'}