Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
Πολύγνωτος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολύγονον
πολύγονος
πολύγουνος
πολυγράμματος
πολύγραμμος
πολύγραος
πολυγραφέω
πολυγραφία
πολυγράφος
View word page
πολυγονέομαι
to multiply
ShortDef
to multiply
Debugging
Headword:
πολυγονέομαι
Headword (normalized):
πολυγονέομαι
Headword (normalized/stripped):
πολυγονεομαι
IDX:
71344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71345
Key:
Data
{'content': 'to multiply'}