Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
ἄνελπις
ἀνελπιστέω
ἀνελπιστία
ἀνέλπιστος
ἀνέλυτρος
ἀνεμαφέτης
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμετος
ἀνεμέω
ἀνέμητος
ἀνεμία
ἀνεμιαῖος
ἀνεμίζομαι
ἀνεμόδαρτος
ἀνεμόδρομος
ἀνεμοεπάκτης
View word page
ἀνέμβατος
inaccessible
ShortDef
inaccessible
Debugging
Headword:
ἀνέμβατος
Headword (normalized):
ἀνέμβατος
Headword (normalized/stripped):
ανεμβατος
IDX:
7133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7134
Key:
Data
{'content': 'inaccessible'}