Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
Πολύγνωτος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
πολυγονία
View word page
πολύγναμπτος
much-bent, much-twisting

ShortDef

much-bent, much-twisting

Debugging

Headword:
πολύγναμπτος
Headword (normalized):
πολύγναμπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυγναμπτος
IDX:
71335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71336
Key:

Data

{'content': 'much-bent, much-twisting'}