Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
Πολύγνωτος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
View word page
πολυγλώχιν
many-barbed
ShortDef
many-barbed
Debugging
Headword:
πολυγλώχιν
Headword (normalized):
πολυγλώχιν
Headword (normalized/stripped):
πολυγλωχιν
IDX:
71334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71335
Key:
Data
{'content': 'many-barbed'}