Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
Πολύγνωτος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόνατος
View word page
πολύγλωσσος
many-tongued
ShortDef
many-tongued
Debugging
Headword:
πολύγλωσσος
Headword (normalized):
πολύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πολυγλωσσος
IDX:
71333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71334
Key:
Data
{'content': 'many-tongued'}