Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
Πολύγνωτος
πολύγνωτος
View word page
πολύγλευκος
abounding in new wine

ShortDef

abounding in new wine

Debugging

Headword:
πολύγλευκος
Headword (normalized):
πολύγλευκος
Headword (normalized/stripped):
πολυγλευκος
IDX:
71330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71331
Key:

Data

{'content': 'abounding in new wine'}