Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
View word page
πολυγηρία
attainment of great age

ShortDef

attainment of great age

Debugging

Headword:
πολυγηρία
Headword (normalized):
πολυγηρία
Headword (normalized/stripped):
πολυγηρια
IDX:
71328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71329
Key:

Data

{'content': 'attainment of great age'}