Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
View word page
πολυγηθής
much-cheering, delightful, gladsome
ShortDef
much-cheering, delightful, gladsome
Debugging
Headword:
πολυγηθής
Headword (normalized):
πολυγηθής
Headword (normalized/stripped):
πολυγηθης
IDX:
71326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71327
Key:
Data
{'content': 'much-cheering, delightful, gladsome'}