Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
View word page
πολυγέωργος
farming much land

ShortDef

farming much land

Debugging

Headword:
πολυγέωργος
Headword (normalized):
πολυγέωργος
Headword (normalized/stripped):
πολυγεωργος
IDX:
71325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71326
Key:

Data

{'content': 'farming much land'}