Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
πολύγλωσσος
View word page
πολύγαμος
often-married
ShortDef
often-married
Debugging
Headword:
πολύγαμος
Headword (normalized):
πολύγαμος
Headword (normalized/stripped):
πολυγαμος
IDX:
71323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71324
Key:
Data
{'content': 'often-married'}