Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
πολύγλευκος
πολύγληνος
πολυγλυφής
View word page
πολυγαμία
polygamy

ShortDef

polygamy

Debugging

Headword:
πολυγαμία
Headword (normalized):
πολυγαμία
Headword (normalized/stripped):
πολυγαμια
IDX:
71322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71323
Key:

Data

{'content': 'polygamy'}