Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
πολυγήρως
View word page
πολυγαλακτέω
have much milk

ShortDef

have much milk

Debugging

Headword:
πολυγαλακτέω
Headword (normalized):
πολυγαλακτέω
Headword (normalized/stripped):
πολυγαλακτεω
IDX:
71319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71320
Key:

Data

{'content': 'have much milk'}