Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυβούτης
πολύβρομος
πολύβροχος
πολύβροχος2
πολυβρώματος
πολύβρωτος
πολύβυρσος
πολύβωλος
πολύβωμος
Πολυβώτης
πολύβωτος
πολυγαλακτέω
πολυγάλακτος
πολύγαλον
πολυγαμία
πολύγαμος
πολυγενής
πολυγέωργος
πολυγηθής
πολυγήραος
πολυγηρία
View word page
πολύβωτος
many-feeding, ferlile

ShortDef

many-feeding, ferlile

Debugging

Headword:
πολύβωτος
Headword (normalized):
πολύβωτος
Headword (normalized/stripped):
πολυβωτος
IDX:
71318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71319
Key:

Data

{'content': 'many-feeding, ferlile'}